- πηρώσῃς
- πηρόωmaimaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вредити — ВРЕ|ДИТИ (53), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Повреждать что л., ранить, наносить увечье кому л.: Аще кто испросить конь. до нарочита мѣста ли послеть. и ключить(с) вредити ли оумрети. и||спросьшю достоить безъ тщеты быти да творить г҃ина конѩ. ЗС 1280, 340… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… … Dictionary of Greek